- φλεβοπεριμέτριος
- φλεβο-περιμέτριος, ον, perh.A imitating the veining of alabaster, PCair.Zen.445.7 (iii B. C., dub. l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φλεβοπεριμέτριος — ον, Α πιθ. αυτός που μιμείται τις φλέβες τού αλαβάστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + περίμετρος] … Dictionary of Greek